κλωστός

κλωστός
-ή, -ό (AM κλωστός, -ή, -όν) [κλώθω]
αυτός που έχει κλωστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλωστόν — κλωστός spun masc acc sg κλωστός spun neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωστοῖο — κλωστός spun masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωστοῖς — κλωστός spun masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωστοῖσι — κλωστός spun masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωστούς — κλωστός spun masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωστῆς — κλωστός spun fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλωστή — κλωστός spun fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμόκλωστος — θυμόκλωστος, ον (Μ) κλωσμένος με αγάπη, τυλιγμένος με αγάπη, με την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ κλωστος, λινό κλωστος] …   Dictionary of Greek

  • λινόκλωστος — λινόκλωστος, ον (Α) αυτός που κλώθει λινάρι («λινόκλωστος ἠλακάτη», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύ κλωστος, τρί κλωστος] …   Dictionary of Greek

  • μιαρόκλωστος — μιαρόκλωστος, η, ον (Μ) 1. (για τον χρόνο) αυτός που είναι κλωσμένος με δυστυχίες, κακότυχος, ενάντιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μιαρόκλωστον η κακοτυχία, η ατυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιαρός + κλωστός (< κλώθω), πρβλ. λινό κλωστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”